- Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης)
- Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12-14 (περιοχή Λαδάδικα).
Τα όργανα που εκτίθενται ανακατασκευάστηκαν με απόλυτη πιστότητα ως προς τις εικαστικές μαρτυρίες που συλλέχθηκαν με την βοήθεια του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για έργο που στόχο έχει να αναδείξει την ομορφιά της αρχαίας και βυζαντινής μουσικής μέσα από εικαστικές μαρτυρίες.
Ο μουσικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε κατά τους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους είναι ελάχιστα γνωστός. Ήδη από την 3η π.Χ. χιλιετία, στα πλαίσια του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού, ήταν σε χρήση προηγμένης τεχνολογίας πολύχορδα όργανα, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα.
Ελάχιστοι, επίσης, γνωρίζουν ότι από τον 6ο π.Χ. αι. αναπτύσσεται μουσική γραφή με σύμβολα δανεισμένα από το ιωνικό αλφάβητο, ικανή να καταγράψει με απόλυτη ακρίβεια οποιαδήποτε μελωδική γραμμή.
Συνήθως πιστεύεται πως το αρχαίο οργανοστάσιο περιοριζόταν σε λίγα έγχορδα όπως η λύρα, η βάρβιτος και η κιθάρα και σε λίγα πνευστά όπως ο αυλός του Πανός και η δίαυλος. Η αρχαιολογική έρευνα, αντίθετα, έχει αποδείξει ότι η μορφολογική ποικιλία των εγχόρδων, που εμφανίζεται αποτυπωμένη σε αγγεία και γλυπτά ειδώλια είναι εντυπωσιακή. Μέσα από την έκθεση γίνεται η προσπάθεια να αναδειχθεί το αξίωμα ότι η μουσική ενώνει ιστορικά ανθρώπους και λαούς.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε 3 ορόφους: Στον 1ο όροφο εκτίθεται σειρά εγχόρδων οργάνων προϊστορικών χρόνων. Στο κέντρο της αίθουσας εντυπωσιάζουν υπερμεγέθεις αναπαραστάσεις κυκλαδικών ειδωλίων που εικονίζουν μορφές που παίζουν οκταγόνεια (έγχορδα όργανα σα μικρές τριγωνικές άρπες). Ανάμεσα στα έγχορδα που εκτίθενται υπάρχουν ρωμαϊκά λυροφοινίκια, βάρβητοι, λύρες και φόρμιγγες. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μινωικές φόρμιγγες σε σχήμα συμβόλων της γραμμικής Α. Εντυπωσιακότατο, επίσης, είναι ένα επιγόνειο του 4ου π.Χ. αι. με γλυπτό διάκοσμο σε σχήμα ερωδιού. Τέλος, ξεχωριστό έκθεμα αποτελεί μία κινύρα (πολύχρωμο νυκτό όργανο) του 3ου π.Χ. αι. Η ονομασία του προέρχεται από την λέξη κινύρομαι που σημαίνει θρηνώ.
Στο δεύτερο όροφο εκτίθενται πνευστά και κρουστά όργανα διαφόρων εποχών. Από μία πλούσια συλλογή διαύλων ξεχωρίζει ένας με θάλαμο παροχής αέρα σε σχήμα καρδιάς, ένας μινωικός δίαυλος και ένας δίαυλος από κυκλαδίτικο ειδώλιο. Ακολουθεί μία σειρά κρουστών οργάνων (κρόταλα και τύμπανα). Η συλλογή της αίθουσας κλείνει με μία σειρά εγχόρδων και διαύλων. Άξια προσοχής είναι τα βυζαντινά ψαλτήρια (ίδια με το νεοελληνικό κανονάκι), όργανα εκπληκτικής έκτασης και δυνατότητας απόδοσης ηχοχρωμάτων. Ακόμη, υπάρχει μία σειρά από κιθάρες και μία παραλλαγή της που ονομάζεται κίθαρης.
Στον τρίτο όροφο παρουσιάζεται η εξέλιξη των οργάνων από τα βυζαντινά χρόνια και μετά. Εκτίθενται, μεταξύ άλλων, βυζαντινές βιόλες και λύρες. Ιδιαίτερο είδος αποτελεί μία λύρα από τις Κεμανές της Καππαδοκίας με συμπαθητικές χορδές (δηλαδή, χορδές που δεν κρούονται, αλλά δονούνται από τον παλμό της διπλανής τους χορδής). Πρόγονοι του σύγχρονου μπουζουκιού μπορούν να χαρακτηριστούν οι πανδουρίδες με τόξο και οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ταμπουράδες. Τέλος, στη συλλογή περιλαμβάνεται ο άσκαυλος (γκάιντα) σε παραλλαγές από τα νησιά του Αιγαίου, τον Πόντο, τη Θράκη καθώς και μία ελικωτή σάλπιγγα των μεταβυζαντινών χρόνων.
Αναπαράσταση κυκλαδικών ειδωλίων με μορφές που πάιζουν οκταγόνεια στο Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων.
Τα αντίγραφα όργανων που εκτίθενται στο Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ανακατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις υποδείξεις του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Dictionary of Greek. 2013.